- απείργω
- ἀπείργω (Α) [είργω]1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω7. (για οδοιπόρους) έχω «ἐπ' ἀριστερῇ μὲν ἀπέργων Ροίτειον», Ηρόδοτος)8. κατακλείω, περιορίζω9. (το ουδ. μτχ. πρκμ. ως ουσ.) τὸ ἀπεργμένονη παλιά κοίτη του Νείλου, που αποξηράνθηκε με την απόφραξη του ποταμού προς διοχέτευση των υδάτων σε άλλα μέρη10. φρ. «ἀλλ' ἀπείργοι θεός» — ο Θεός να μας φυλάει.
Dictionary of Greek. 2013.